κενταυρίη

κενταυρίη
κενταυρίη, ἡ (Α) [κένταυρος]
το κενταύριο(ν)*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κένταυρος — I (Αστρον.). Ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου. Μέρος του αστερισμού αυτού φαίνεται από την Ελλάδα, όταν περνά από τον μεσημβρινό. Αποτελείται συνολικά από 148 αστέρια, ορατά με γυμνό μάτι. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • κενταουρέα — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας τών συνθέτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. centauree < μέσ. λατ. centaurea (< λατ. centaureum) και υστερολατ. centauria < κενταύρειον και κενταυρίη < κένταυρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”